«Φύγε από εδώ, γυναίκα! Στη μονάδα μου δεν υπάρχει χώρος για άτομα σαν κι εσένα!» φώναξε ο καπετάνιος, η φωνή του σαν κεραυνός που αντήχησε στους μουντούς τοίχους της στρατώνας. Η Άννα, όμως, δεν είχε καμία αμφιβολία ποιος ήταν μπροστά της. 😱😱
Ο αέρας της στρατώνας ήταν πνιγηρός, σχεδόν ζωντανός, γεμάτος τον ιδρώτα των τοίχων, την υγρασία του μούχλας και τη μυρωδιά της σκόνης που είχε παγώσει στον χρόνο.
Η φθηνή καπνισμένη ατμόσφαιρα ανακατευόταν με τον ιδρώτα και τη δυσοσμία των ταλαιπωρημένων σωμάτων, δημιουργώντας μια ομίχλη που σε έσφιγγε σαν παγίδα.
Τα σκουριασμένα σιδερένια κρεβάτια στενάζαν με κάθε μικρή κίνηση, σαν να παραπονιούνταν για χρόνια εγκατάλειψης.
Η σκόνη είχε σχηματίσει ένα παχύ πέπλο στο πάτωμα, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος εκεί, φυλάσσοντας μυστικά και πόνο από το παρελθόν. Κάθε βήμα αντηχούσε σαν προάγγελος αλλαγής μέσα στη σιωπή της απελπισίας.
Οι στρατιώτες κάθονταν στις γωνίες, σχεδόν αόρατοι, τα βλέμματά τους σβησμένα, οι ώμοι τους λυγισμένοι. Μοιάζανε με ξεχασμένες σκιές, άνδρες που η κοινωνία είχε ξεχάσει, παγιδευμένους σε έναν κόσμο που τους είχε παρατήσει.
Όταν η Άννα μπήκε, το δωμάτιο φάνηκε να αναστενάζει. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τύμπανο μάχης πριν από την πρώτη ιαχή, έτοιμη να ξυπνήσει κάτι βαθιά θαμμένο.
Περίμενε να δει ήρωες — γιους της πατρίδας, γεμάτους περηφάνια, με μάτια από ατσάλι, έτοιμους να αντιμετωπίσουν κάθε κίνδυνο.
Αντί γι’ αυτό, αντίκρισε άνδρες σπασμένους, εγκαταλελειμμένους, που αγωνίζονταν μόνο για να κρατηθούν ζωντανοί.
Χωρίς δισταγμό, προχώρησε με αποφασιστικά βήματα προς τον καπετάνιο, που κοιτούσε αδιάφορα τα χαρτιά στα χέρια του.
– Γιατί οι στρατιώτες σας ζουν σαν ζώα; — η φωνή της έσκιζε την ατμόσφαιρα. — Πού είναι οι στολές, ο εξοπλισμός, το φαγητό; Γιατί αυτή η στρατώνα μυρίζει σαν χοιροστάσιο;
Ο καπετάνιος σήκωσε τα βλέφαρά του αργά και, όταν αντίκρισε την Άννα, ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
– Και ποια είσαι εσύ για να με αμφισβητείς; Δεν φοβάσαι πως θα σε διώξουν για το θράσος σου;
Η Άννα τον κοίταξε στα μάτια, παγωμένη, ατρόμητη:
– Δεν φοβάμαι, καπετάνιε. Αλλά έχω βαρεθεί να φοράμε σκουπίδια και να τρώμε ό,τι ακόμα και τα γουρούνια θα απέρριπταν. Δεν είμαστε ζητιάνοι — είμαστε στρατιώτες. Και οι στρατιώτες δεν σέρνονται στη λάσπη· υπηρετούν με τιμή.

Τα μάτια του καπετάνιου φλόγισαν από θυμό. Ξαφνικά προχώρησε, άρπαξε τον γιακά της Άννας και φώναξε στο πρόσωπό της:
– Φύγε από εδώ, γυναίκα! Στη μονάδα μου δεν υπάρχει χώρος για άτομα σαν κι εσένα!
Ακόμα δεν είχε καταλάβει ποια ήταν. Δεν ήταν απλή στρατιώτης, ούτε επισκέπτρια. Ήταν η καταιγίδα που θα άλλαζε για πάντα τη μοίρα αυτής της στρατώνας.
Η Άννα στάθηκε όρθια, τα μάτια της σαν πάγος καρφωμένα στα δικά του:
– Κάνετε λάθος, καπετάνιε. Ήρθα εδώ για εσάς.
Ο άντρας πάγωσε.
– Τι… τι λέτε; Ποια είστε;
Με μια γρήγορη κίνηση, η Άννα έβγαλε την ταυτότητά της και την έφερε μπροστά στο πρόσωπό του.
– Είμαι ανθυπολοχαγός του Υπουργείου Εσωτερικών. Όλες οι αναφορές, οι καταγγελίες και τα στοιχεία φέρουν το όνομά σας. Οι στρατιώτες σας λιμοκτονούν γιατί τα χρήματα που τους ανήκουν καταλήγουν στην τσέπη σας. Κλέψατε, προδώσατε, ψευδομαρτυρήσατε.
– Αυτό είναι συκοφαντία… δεν υπάρχουν αποδείξεις… — ψέλλισε, αλλά η φωνή του έτρεμε σαν γυαλί έτοιμο να σπάσει.
– Υπάρχουν. — Η φωνή της Άννας έκοψε την ατμόσφαιρα σαν λεπίδι. — Έγγραφα, μάρτυρες, τραπεζικοί λογαριασμοί. Δεν είστε πια καπετάνιος.
Με αποφασιστικότητα, έσκισε τα διακριτικά από τον ώμο του. Τα μεταλλικά κομμάτια έπεσαν στο πάτωμα με κλικ, σαν να καταρρέει η εξουσία του εκείνη τη στιγμή.
Δύο στρατιωτικοί αστυνομικοί μπήκαν στην αίθουσα, ψυχροί και ακριβείς σε κάθε κίνηση. Ο καπετάνιος προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά το κλικ των χειροπέδων έσφιξε τους καρπούς του — δεν ήταν πλέον κυρίαρχος σε τίποτα.
Οι στρατιώτες στις γωνίες παρακολουθούσαν, αμίλητοι. Σιγά-σιγά, ένα φως άναψε στα μάτια τους — ίσως ελπίδα, ίσως πίστη, ίσως η συνειδητοποίηση ότι η δικαιοσύνη υπάρχει ακόμα.
Η Άννα κοίταξε γύρω της με σταθερή φωνή:
– Από τώρα και στο εξής, εδώ θα επικρατεί νέα τάξη. Ο φόβος δεν θα έχει πλέον θέση, αλλά η τιμιότητα. Αυτός ο τόπος δεν θα είναι πια το σπίτι της δειλίας, αλλά της γενναιότητας.
Οι στρατιώτες την παρακολούθησαν αμίλητοι, καθώς προχώρησε προς την πόρτα. Όταν αυτή έκλεισε πίσω της, ο αέρας της στρατώνας φάνηκε να καθαρίζει — σαν την πρώτη, απαλή ανάσα της ελπίδας, που ξαναγεννιέται πάνω στο σκονισμένο πάτωμα.







