Το ασθενοφόρο διέσχιζε με ταχύτητα τους λιθόστρωτους δρόμους της νυχτερινής Φλωρεντίας· η σειρήνα του έσχιζε τον ουρανό, κι οι τζαμαρίες έτριζαν από τον παλμό του φωτός.
Πάνω στο φορείο ήταν ξαπλωμένη η Εμίλια Λορέντσι — πρόσωπο μελανιασμένο, ρούχα που τέντωναν από τον πόνο, το σώμα της πλημμυρισμένο από αίμα — ακίνητη, μα ακόμα δεμένη με τη ζωή από κάποιον αόρατο κρίκο.
Γύρω της κινούνταν γιατροί με ρυθμούς αγωνίας· το χέρι του δρα. Μπελίνι ήταν σφιχτά δεμένο στον καρπό της, νιώθοντας για τον σφυγμό. Η φωνή του διαπέρασε το στήθος μου:
— Πιο γρήγορα! Κρατήστε το αγγείο! Δεν πρέπει να χάσει άλλο αίμα. Το έμβρυο ακόμα ζει!
Η Ροζάννα, η πιστή υπηρέτριά της, γονάτιζε στο πλάι της, τα δάχτυλα μπλεγμένα σε προσευχή, το βλέμμα παγωμένο, το πρόσωπό της σμιλεμένο από πένθος.
Μέσα στο μυαλό της, ξαναζούσε τη σκηνή — το παγερό βλέμμα της Ιζαμπέλα Μονταλμπάν, την ύπουλη κίνηση του χεριού, κι ύστερα το σώμα της Εμίλια να πέφτει στις μαρμάρινες σκάλες, που έτριζαν κάτω από το βάρος.
Η οροφή του νοσοκομείου έκλεινε σαν φέρετρο πάνω τους, αλλά η ψυχή της Ροζάννας έβλεπε καθαρά το παρελθόν.
Καθώς περνούσαν τη Εμίλια στον διάδρομο επειγόντων, ο Ρικάρντο Μονταλμπάν εισέβαλε με χτύπους καρδιάς που ακούγονταν σε κάθε βλέμμα:
— Σας παρακαλώ, σώστε την! Εκείνη… και το παιδί μας! Δεν μπορώ να σας χάσω!
Ο δρα. Μπελίνι σταμάτησε, το πρόσωπό του σφιγμένο, με τα φρύδια μαζεμένα από σοβαρότητα.
— Κύριε — είπε σταθερά —, περιμένετε έξω. Κάνουμε τα πάντα για να σώσουμε τη ζωή της.
Ο Ρικάρντο γονάτισε σε ένα ξύλινο παγκάκι έξω από το χειρουργείο, το σώμα του έτρεμε. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τόσο έντονα την αδυναμία.
Μέσα, οι γιατροί πάλευαν ακούραστα: μηχανήματα ηχούσαν, οθόνες άναβαν κόκκινο, και το στήθος της Εμίλια μετά βίας ανασηκωνόταν· η καρδιά της ήταν σαν κερί στον άνεμο.
Εν τω μεταξύ, η Ιζαμπέλα εμφανίστηκε στην πύλη του νοσοκομείου με κομψό ένδυμα και λευκό παλτό, συνοδευόμενη από δύο κυρίες. Η φωνή της ήταν απαλή, τα λόγια της έσταζαν δήθεν συμπόνια — μα τα αυτιά της Ροζάννας δεν τα δέχτηκαν.
— Καημένο κορίτσι… Τι φοβερό ατύχημα. Ήθελα μόνο να είμαστε πάλι οικογένεια — είπε με ήρεμη χροιά, μα στο στομάχι της στροβιλίζονταν φαρμακερές πεταλούδες.
Το βλέμμα της Ροζάννας έγινε παγερό, τα χείλη της σφιγμένα — κάθε λέξη τροφοδοτούσε τον ανομολόγητο θυμό και την αηδία που κρατούσε θαμμένα μέσα της.
Όταν ο Ρικάρντο την είδε, έτρεξε προς το μέρος της με παραμόρφωση στο πρόσωπο από οδύνη.
— Μητέρα! — φώναξε. — Ήσουν εκεί! Πες μου, τι έγινε στ’ αλήθεια;
Η Ιζαμπέλα τοποθέτησε μεθοδικά το χέρι της στον ώμο του, με ηρεμία σχεδόν σκηνική.
— Γιε μου, την είδα απλώς να πέφτει. Ήταν τόσο ξαφνικό… Αν μπορούσα, θα την είχα προλάβει.
Η φωνή της γλύκαινε πάνω στον ψευτο-πόνο, το πρόσωπό της φαινόταν τρυφερό — όμως στην καρδιά του Ρικάρντο έμπαινε ένα σκοτεινό ρήγμα. Κάτι δεν ταίριαζε.

Ώρες πέρασαν, βαριές από αγωνία. Οι πόρτες του χειρουργείου παρέμεναν κλειστές· έξω, ήχοι — αλυσίδες, βήματα, χτυπήματα πορτών — μα καμία απάντηση.
Τελικά, ο γιατρός βγήκε: το πρόσωπό του κουρασμένο, οι ώμοι πεσμένοι, το βλέμμα θλιμμένο.
— Κύριε Μονταλμπάν — ξεκίνησε σιγανά αλλά καθαρά —, η σύζυγός σας ζει. Καταφέραμε να σταθεροποιήσουμε την κατάστασή της. Αλλά το παιδί…
Σώπασε. Στην καρδιά του Ρικάρντο μπήχτηκε η στιγμή: δεν είδε χαρά, μόνο σκιά. Έσκυψε, τα μάτια του γεμάτα υγρασία.
— Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη — συνέχισε ο γιατρός βραχνά. — Τα τραύματα… δεν αντιστοιχούν σε μια απλή πτώση. Είμαστε υποχρεωμένοι να ειδοποιήσουμε την αστυνομία.
Η Ιζαμπέλα σωριάστηκε, αλλά το πρόσωπό της φόρεσε γρήγορα τη μάσκα της «εκπληγμένης μητέρας» που δεν πιστεύει τι συμβαίνει.
Αργά τη νύχτα, μετά το χειρουργείο, η Εμίλια άνοιξε τα μάτια της — χλωμή, ταραγμένη. Ο Ρικάρντο ήταν γονατισμένος δίπλα της, κρατούσε το χέρι της:
— Αγάπη μου… είμαι εδώ.
Εκείνη χαμογέλασε αχνά, όμως το βλέμμα της γλίστρησε στην κοιλιά της. Η συνειδητοποίηση άστραψε στο πρόσωπό της, που μεταμορφώθηκε σε μια βουβή κραυγή.
— Το παιδί μας…
— Εσύ τουλάχιστον είσαι κοντά μου — ψιθύρισε ο Ρικάρντο με φωνή πνιγμένη στην ενοχή.
Το τρίτο πρωινό, η Ροζάννα βρήκε το κουράγιο της. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου της Εμίλια και μπήκε· τα βήματά της αντηχούσαν στο ξύλινο πάτωμα.
— Εμίλια — άρχισε με φωνή που έτρεμε —, πρέπει να μάθεις την αλήθεια. Δεν έπεσες μόνη σου. Η Ιζαμπέλα σε έσπρωξε. Το είδα.
Το αίμα φάνηκε να αποσύρεται από το πρόσωπο της Εμίλια. Το υποψιαζόταν, μα τώρα το ήξερε.
— Γιατί δεν το είπες; — ρώτησε σχεδόν άφωνα.
— Φοβόμουν. Όλοι ξέρουν τι δύναμη έχει. Αλλά δεν αντέχω άλλο να το κουβαλάω.
Η Εμίλια έσκυψε, έπιασε το μπράτσο της.
— Σε ευχαριστώ. Θα πληρώσει — μια υπόσχεση, πληγωμένη αλλά ακλόνητη.
Η αστυνομία αντέδρασε ακαριαία. Οι ιατρικές εξετάσεις επιβεβαίωσαν πως τα τραύματα δεν ταίριαζαν με πτώση·
Η μαρτυρία της Ροζάννας, παρόλο που έτ
ρεμε, ήταν δυνατή και ξεκάθαρη. Οι δικηγόροι της Ιζαμπέλα προσπάθησαν να διαστρεβλώσουν τα πάντα: με χρήματα, σχέσεις, ψέματα.
Ο Ρικάρντο, κομματιασμένος από τον πόνο, στάθηκε ανάμεσα στον έρωτα και στη δικαιοσύνη. Η Εμίλια, αδύναμη ακόμα, είχε στα μάτια της την αλήθεια και την αποφασιστικότητα.
Ένα βράδυ, στο σαλόνι του σπιτιού τους. Η Ιζαμπέλα καθόταν περήφανα, σαν ηθοποιός στη σκηνή. Ο Ρικάρντο μπήκε, άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του στη σιωπή.
— Πες μου την αλήθεια — είπε σπασμένα. — Εσύ την έσπρωξες; Εσύ το έκανες;
Η Ιζαμπέλα έγνεψε αργά.
— Ναι — είπε ψυχρά. — Το έκανα για εσένα. Εκείνη θα κατέστρεφε τη ζωή σου. Εγώ σε προστάτεψα.
Ο Ρικάρντο έκανε πίσω, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Στα μάτια του μόνο πόνος.
— Όχι… εσύ τα διέλυσες όλα. Σκότωσες το παιδί μας. Δεν θα σου συγχωρήσω ποτέ.
Τα χείλη της Ιζαμπέλα σφραγίστηκαν σε μια ήρεμη μοχθηρία. Τα μάτια της πρόδιδαν μια μυστική, παλιά οργή.
Η δίκη συγκλόνισε ολόκληρη τη Φλωρεντία. Τα πρωτοσέλιδα έγραφαν για την «Τραγωδία των Μονταλμπάν»· οι άνθρωποι ψιθύριζαν τα ονόματά τους σε καφέ και δρόμους.
Τα αποδεικτικά: ιατρικά πορίσματα, η μαρτυρία της Ροζάννας, οι ψεύτικες άμυνες — τίποτα δεν μπόρεσε να σταματήσει την αλήθεια.
Η Ιζαμπέλα Μονταλμπάν καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση για απόπειρα ανθρωποκτονίας· το όνομά της γράφτηκε στους τοίχους, στις ιστορίες, στα κουτιά που κάποτε είχε γεμίσει με ζήλια και έπαρση.
Ο Ρικάρντο κι η Εμίλια, αλλαγμένοι βαθιά, στάθηκαν μαζί να ξαναχτίσουν από τις στάχτες — δίπλα δίπλα, με πληγές, αλλά και ελπίδα.
Γιατρεύει ο χρόνος τα πάντα; Όχι ακριβώς. Η απώλεια του παιδιού έμεινε νωπή στην καρδιά της Εμίλια· η άδεια κούνια ήταν ένας βουβός θρήνος.
Κάθε βράδυ, κατεβαίνοντας τις σκάλες του παλιού τους σπιτιού, ένιωθε το μάρμαρο ψυχρό κάτω απ’ τα πόδια της, το φως που ρίχνει σκιές, και την πτώση που δεν της ανήκε.
Αλλά έμαθε και κάτι ακόμη: πως η αλήθεια, αργά ή γρήγορα, ανεβαίνει σαν πρωινή ομίχλη πάνω από την πόλη.
Πως η αγάπη δεν προφυλάσσει πάντα — αλλά αν είσαι αρκετά γενναίος, μπορείς να τη δεις κατάματα: με τον πόνο, την απώλεια, την προδοσία της.
Ο Ρικάρντο κι η Εμίλια, πληγωμένοι μα ενωμένοι, κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου — γιατί η αλήθεια δεν χάνεται, ούτε στα πιο βαθιά σκοτάδια.
Κι ήταν σαν να άναψε μέσα τους ένα φως — δυνατό μέσα στον κοινό τους πόνο, έναν πόνο που δεν ζήτησαν, μα που ίσως γεννήσει μια νέα ζωή.







