Ύστερα από δύο χρόνια φλογερής, ακαταμάχητης αγάπης, ο Ράιαν και η Χάννα έφτασαν επιτέλους στην ημέρα που θα επισφράγιζε το παραμύθι τους.
Ο ναός έμοιαζε βγαλμένος από όνειρο — τα μάρμαρα λαμποκοπούσαν κάτω από το φως των κεριών, κι ο αέρας μύριζε ρόδα και λιβάνι. Η μουσική απλωνόταν γλυκά, σαν ψίθυρος ευλογίας, ενώ οι καλεσμένοι κάθονταν στις θέσεις τους με χαμόγελα ανυπομονησίας.
Πίσω, στο μικρό δωμάτιο της νύφης, η Χάννα καθόταν μπροστά στον καθρέφτη. Η αντανάκλασή της — μια γυναίκα δυνατή, μα γεμάτη συγκίνηση.
Ο μακιγιέρ της χάιδευε τα μάγουλα με το πινέλο του, η κομμώτρια ίσιωνε την τελευταία τούφα που ξέφευγε από το περίτεχνο σινιόν. Η Χάννα χαμογέλασε με μια γλυκιά ανακούφιση· όλα ήταν στη θέση τους. Όλα έμοιαζαν τέλεια.
Ώσπου, ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε απαλά.
Η Όντρεϊ, η μητέρα του Ράιαν, μπήκε μέσα. Το μετάξι του φορέματός της ψιθύρισε στο πάτωμα, το άρωμά της απλώθηκε σαν σκιά, και το χαμόγελό της – εκείνο το παγωμένο, ευγενικό χαμόγελο – έκανε την καρδιά της Χάννα να σφιχτεί.
— Μόνο για λίγο, αγαπητή μου — είπε με ψυχρή ευγένεια. — Πρέπει να σου δείξω κάτι.
Η Χάννα ανασήκωσε το βλέμμα, απορημένη. Η Όντρεϊ της έτεινε το κινητό.
Κι εκεί, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ολόκληρος ο κόσμος της κατέρρευσε.
Στην οθόνη φαινόταν ο Ράιαν — ή κάποιος που του έμοιαζε σαν δυο σταγόνες νερό — να κρατά μια άλλη γυναίκα στην αγκαλιά του.
Η εικόνα θολή, αλλά η κίνηση γνώριμη, η φωνή του αδιαμφισβήτητη.
Η Χάννα ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες της.
Το χέρι της έτρεμε καθώς έσφιγγε το τηλέφωνο, η ανάσα της κόπηκε.
— Όχι… όχι, αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια… — ψιθύρισε, σχεδόν χωρίς φωνή.
Η Όντρεϊ έσκυψε το κεφάλι, τάχα λυπημένη.
— Καλύτερα να το μάθεις τώρα, κορίτσι μου, παρά όταν θα είναι πια αργά. Ο γιος μου δεν είναι ο άντρας που πιστεύεις.
Η ατμόσφαιρα βάρυνε. Ο αέρας έμοιαζε να μην κυκλοφορεί, τα φώτα να χαμηλώνουν.
Η Χάννα κοίταξε ξανά τον καθρέφτη· το πρόσωπο που είδε δεν ήταν δικό της. Ήταν μιας γυναίκας που μόλις είδε τον κόσμο της να διαλύεται.
Κι ενώ οι πρώτοι ήχοι του εκκλησιαστικού οργάνου γέμιζαν τον ναό, η Χάννα στάθηκε όρθια.
Το πέπλο της έτρεμε στα δάχτυλά της, κάθε βήμα βαρύ σαν προδοσία.
Ο Ράιαν στεκόταν εκεί, μπροστά στο ιερό, με μάτια γεμάτα αγάπη και βεβαιότητα.
Η Χάννα δεν ήξερε πια τι ένιωθε — θυμό, πόνο ή ακόμα αγάπη;
Η καρδιά της χτυπούσε σαν τύμπανο πολέμου, ενώ τα λόγια του ιερέα χάνονταν μέσα σε ένα πέπλο βουβής ταραχής.
Και τότε ήρθε η στιγμή.
Η στιγμή που έπρεπε να πει το «ναι».

Τα χείλη της σφίχτηκαν.
Και η φωνή της, καθαρή και κοφτερή σαν ξίφος, σκάλισε τον αέρα:
— Δεν θέλω.
Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική.
Οι καλεσμένοι πάγωσαν, ο ιερέας έμεινε άναυδος, και ο Ράιαν, με πρόσωπο που πάλευε ανάμεσα στη δυσπιστία και τον πόνο, ψέλλισε:
— Τι… τι συμβαίνει, Χάννα;
Η Χάννα στράφηκε προς την Όντρεϊ, τα μάτια της γεμάτα δάκρυα και φωτιά.
— Δείξ’ τους. Δείξ’ τους τι μου έδειξες.
Η Όντρεϊ δίστασε, μα τελικά έβαλε το βίντεο να παίξει.
Η εικόνα φώτισε την οθόνη, και ο ψίθυρος του πλήθους έγινε βουή.
Ο Ράιαν προσπαθούσε να μιλήσει, να εξηγήσει, να υπερασπιστεί τον εαυτό του — μα οι εικόνες ήταν ανελέητες.
Μπροστά στα μάτια όλων, ένας έρωτας που έμοιαζε άφθαρτος γκρεμίστηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Όταν ο ναός άδειασε και οι φλόγες των κεριών έσβηναν αργά, ο Ράιαν βρήκε τη Χάννα στον κήπο, εκεί όπου το σούρουπο μύριζε γιασεμί.
Η σκιά της έπεφτε επάνω στο λευκό πέπλο που άστραφτε στο φως του ήλιου που χανόταν.
— Σε παρακαλώ, άκουσέ με — είπε, σχεδόν ικετευτικά. — Δεν είναι αλήθεια. Η μητέρα μου το σκηνοθέτησε όλο. Πλήρωσε δύο πρώην μαθητές μου να φτιάξουν αυτό το ψεύτικο βίντεο.
Τα μάτια της Χάννα γέμισαν απορία και πόνο. Ο τόνος του ήταν ειλικρινής, ίσως υπερβολικά για να είναι ψεύτικος.
Κι όμως… πώς να γιατρέψει ένα τραύμα που είχε χαραχθεί τόσο βαθιά;
— Δεν ξέρω αν μπορώ να πιστέψω ξανά — είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν, και γύρισε να φύγει.
Αργά το βράδυ, όταν όλα είχαν σωπάσει, η Χάννα έμεινε μόνη στο μικρό παρεκκλήσι δίπλα στην εκκλησία.
Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιζαν στους τοίχους, ρίχνοντας φως στο πρόσωπό της.
Στα δάχτυλά της στριφογύριζε τη βέρα — τη βέρα που δεν φόρεσε ποτέ.
Η σιωπή ήταν βαριά, κι ο ήχος της καρδιάς της αντηχούσε σαν προσευχή.
Ήξερε πως η αγάπη δεν είχε πεθάνει — μα τώρα ήταν εύθραυστη, σαν γυαλί έτοιμο να σπάσει.
Η Όντρεϊ ίσως να είχε πετύχει τον σκοπό της.
Ο γάμος ματαιώθηκε.
Όμως ανάμεσα στη Χάννα και τον Ράιαν έμεινε κάτι πιο επικίνδυνο από κάθε ψέμα:
μια αγάπη πληγωμένη, που έκαιγε ακόμα, ανακατεύοντας την επιθυμία με τη δυσπιστία.
Κι ενώ οι τελευταίες φλόγες έσβηναν, κανείς δεν ήξερε αν αυτή η αγάπη θα μπορούσε ποτέ να ξαναγεννηθεί — ή αν είχε μόλις μεταμορφωθεί σε κάτι πιο δυνατό… και πιο επικίνδυνο από ποτέ.







