Η γυναίκα μου, η νοσοκόμα – και το μυστικό πίσω από τις νύχτες της

Οικογενειακές Ιστορίες

Η γυναίκα μου είναι νοσοκόμα.

Οι βάρδιές της είναι απρόβλεπτες – άλλες φορές δουλεύει ημέρες, άλλες νύχτες, και υπάρχουν εβδομάδες ολόκληρες όπου κοιμάται μόνο τρεις νύχτες στο σπίτι μας.
Το ξέρω πως η δουλειά της είναι εξαντλητική, γεμάτη άγχος, και προσπαθώ να δείχνω κατανόηση αντί να παραπονιέμαι.

Και όμως… τους τελευταίους μήνες ένιωθα πως κάτι είχε αλλάξει.

Όταν μπαίνει στο σπίτι, δεν χαμογελάει όπως παλιά, δεν πετάει την τσάντα της στον καναπέ γελώντας, δεν με αγκαλιάζει. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να κοιτάζει το κινητό της, σαν να την τραβάει ένας αόρατος μαγνήτης.

Κάποτε λάτρευε το μαγείρεμα∙ χαιρόταν να βάζουμε μαζί το τραπέζι και να καθόμαστε δίπλα-δίπλα, να μιλάμε για την ημέρα μας.
Τώρα όμως, η ζεστασιά της παρουσίας της έμοιαζε να ξεθωριάζει λίγο-λίγο, σαν κερί που λιώνει στο σκοτάδι.

Προσπαθούσα να μη δίνω σημασία. Έλεγα στον εαυτό μου:
«Έτσι είναι στο επάγγελμα αυτό… λίγος ύπνος, λίγος χρόνος για τον εαυτό σου».

Όμως μέσα μου υπήρχε μια μικρή, αόριστη ανησυχία.

Μέχρι που ένα βροχερό βράδυ, όταν έξω έπεφτε καταιγίδα και ο αέρας σφύριζε στις στέγες, συνέβη κάτι περίεργο.

Γύρισε από τη δουλειά και παρατήρησα πως φορούσε μαύρες κάλτσες.
Όχι δικές της – ήταν ολοφάνερα αντρικές, ένα νούμερο τουλάχιστον μεγαλύτερες.

Τη ρώτησα χαλαρά, σχεδόν αδιάφορα:
— «Αγάπη μου… γιατί φοράς αντρικές κάλτσες;»

Χαμογέλασε γρήγορα, επιφανειακά, χωρίς να με κοιτάξει πραγματικά στα μάτια:
— «Στο νοσοκομείο έκανε κρύο. Πέρασα από το μαγαζί απέναντι… δεν είχαν γυναικείες.»

Η απάντηση ακουγόταν λογική. Και όμως, μέσα μου ένιωσα έναν περίεργο κόμπο, μια μικρή μαχαιριά ζήλιας, αμφιβολίας – ένα συναίσθημα που δεν ήθελα να παραδεχτώ ούτε στον εαυτό μου.

Εκείνο το βράδυ, ενώ ο ήχος της βροχής χτυπούσε τα τζάμια ρυθμικά, προσπάθησα να την πλησιάσω, να την αγκαλιάσω, να νιώσω λίγη ζεστασιά.
Αλλά εκείνη απομάκρυνε απαλά το χέρι μου.

— «Είμαι κουρασμένη…» είπε, χαμηλόφωνα.

Γύρισα πλάτη και έκλεισα τα μάτια, μα ο ύπνος δεν ερχόταν.

Το μυαλό μου ξαναζούσε την ίδια σκηνή: τις μαύρες κάλτσες, το βιαστικό χαμόγελο, το βλέμμα της καρφωμένο στο κινητό.
Ένιωθα σαν ξένος στο ίδιο μου το σπίτι.

Και τότε – *ting* – το κινητό μου δονήθηκε.

Άνοιξα ελάχιστα τα μάτια.
Εκείνη πετάχτηκε αμέσως όρθια.

Πήρε το τηλέφωνό της, και στο φως της οθόνης είδα για μια στιγμή μια φράση:

**«Komm runter.»** – «Κατέβα κάτω.»

Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά.
Ποιος της έγραφε τέτοια ώρα;

Τι δουλειά είχε να κατέβει κάπου μέσα στη νύχτα;
Δεν μπορεί να ήταν απλώς ένας συνάδελφος…

Έκανα πως κοιμόμουν, αλλά άκουγα κάθε της κίνηση.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε, φορώντας το μπουφάν της, και βγήκε αθόρυβα από την κρεβατοκάμαρα.

Την ακολούθησα προσεκτικά.

Κατέβαινε τις σκάλες, ψιθυρίζοντας:
«Μη το πεις στη γυναίκα μου…»

Σταμάτησα να αναπνέω.
Η καρδιά μου πάγωσε.

Οι λέξεις της χτύπησαν σαν πέτρες μέσα μου.

Πέρασε η νύχτα ολόκληρη χωρίς να κοιμηθώ.

Ο ήχος της βροχής έμοιαζε τώρα απειλητικός, σαν χιλιάδες μικρά χτυπήματα στο μυαλό μου.
Προσπαθούσα να καταλάβω, να βρω λογική, όμως το μυαλό μου έπλαθε τα χειρότερα σενάρια.

Και τότε ήρθε το πρωί.

Το φως του ήλιου γέμισε το δωμάτιο.
Δίπλα στο μαξιλάρι μου υπήρχε κάτι που δεν ήταν εκεί πριν: ένας μεταλλικός, γυαλιστερός **κλειδί αυτοκινήτου** και ένα μικρό διπλωμένο χαρτί.

Το αναγνώρισα αμέσως – ήταν ο γραφικός της χαρακτήρας.

Με τρεμάμενα χέρια το άνοιξα:

**«Χρόνια πολλά, αγάπη μου.
Ένα ολόκληρο χρόνο μάζευα χρήματα και πήρα και λίγη βοήθεια για να σου κάνω αυτή την έκπληξη.

Οι νύχτες που έλειπα… ήταν οι νύχτες που έτρεχα για χαρτιά, έρευνες, συμβόλαια.
Ελπίζω να σου αρέσει το αυτοκίνητο.»**

Έμεινα ακίνητος.
Όλες οι αμφιβολίες, οι υποψίες, ο πόνος… εξαφανίστηκαν μέσα σε δευτερόλεπτα, αφήνοντας πίσω μόνο ντροπή και ένα κύμα αγάπης που με πλημμύρισε ολόκληρο.

Η ομίχλη του πρωινού ήταν ακόμη έξω, αλλά μέσα μου είχε ξημερώσει πραγματικά.

Έκλεισα το κλειδί στην παλάμη μου και ένιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα.
Δάκρυα ανακούφισης.

Δάκρυα κατανόησης.
Δάκρυα για μια αγάπη που ήταν πιο δυνατή απ’ ό,τι φοβήθηκα, πιο αληθινή απ’ ό,τι νόμιζα.

Και τότε κατάλαβα:
Μερικές φορές, οι πιο όμορφες πράξεις αγάπης κρύβονται πίσω από τη σιωπή, την κούραση, και… ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες.

Visited 218 times, 1 visit(s) today
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο