Ένα ψυχρό, υγρό φθινοπωρινό βράδυ, όταν η κούραση είχε ποτίσει κάθε μου κύτταρο και το μόνο που ήθελα ήταν να φτάσω σπίτι, συνέβη κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Εκείνη η μέρα ήταν εξαντλητική. Δούλεψα υπερωρίες, και όταν τελικά βγήκα από το πάρκινγκ του γραφείου, είχε ήδη πέσει σκοτάδι.
Ο δρόμος προς το σπίτι περνούσε από μια απομονωμένη επαρχιακή διαδρομή – χωράφια δεξιά κι αριστερά, χωρίς φώτα, χωρίς σπίτια. Μόνο ο ήχος του κινητήρα και οι προβολείς που έσκιζαν το σκοτάδι.
Το ραδιόφωνο έπαιζε χαμηλά, και το μυαλό μου άρχισε να περιπλανιέται – σε ένα ζεστό φαγητό, σε μια ήσυχη βραδιά. Ώσπου είδα κάτι παράξενο στην άκρη του δρόμου.
Ένα καρότσι μωρού.
Μόνο του. Ακίνητο.
Σφίχτηκα. Κράτησα το τιμόνι πιο σφιχτά. Η εικόνα ήταν τόσο αταίριαστη, σχεδόν εξωπραγματική. Τι δουλειά έχει ένα καρότσι σε μια σκοτεινή εξοχική διαδρομή, αργά το βράδυ;
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν αυθόρμητη – επιβράδυνα. Το χέρι μου πήγε προς τα αλάρμ.
«Κι αν υπάρχει μωρό μέσα;» σκέφτηκα. «Αν είναι εγκαταλελειμμένο;»
Αλλά τότε με διαπέρασε κάτι άλλο. Ένα αίσθημα παγωμένης επιφυλακής. Μια εσωτερική φωνή που ψιθύρισε: «Πρόσεχε. Ίσως είναι παγίδα.»
Δεν σταμάτησα. Οδήγησα πιο αργά, με την καρδιά να χτυπά γρήγορα και τα μάτια μου καρφωμένα στον καθρέφτη. Το καρότσι απομακρύνθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Όταν έφτασα σπίτι, δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Το φαγητό έμεινε άθικτο, ούτε καν άλλαξα ρούχα. Καθόμουν στον καναπέ, αναπαράγοντας ξανά και ξανά την εικόνα στο μυαλό μου.
Δεν άντεξα άλλο. Άνοιξα το λάπτοπ και άρχισα να ψάχνω.

Αυτό που βρήκα με τάραξε.
Δεκάδες ιστορίες σε φόρουμ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άνθρωποι – κυρίως γυναίκες – περιέγραφαν ότι είχαν δει εγκαταλελειμμένα καρότσια ή παιδικά καθίσματα σε απομονωμένους δρόμους, συνήθως τη νύχτα.
Όταν σταμάτησαν ή πλησίασαν, εμφανίστηκε κάποιος – ή περισσότεροι – μέσα από το σκοτάδι.
Ληστείες. Επιθέσεις. Απειλές. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα οχήματα εκλάπησαν ή τα θύματα τραυματίστηκαν.
Ορισμένες ιστορίες ήταν ασαφείς, αλλά κάποιες είχαν αναφορές σε επίσημα δελτία τύπου ή ειδησεογραφικές πηγές. Μια γυναίκα περιέγραφε σε βίντεο πώς σώθηκε, επειδή εμπιστεύτηκε το ένστικτό της – όπως έκανα κι εγώ.
Η συνειδητοποίηση ήταν ανατριχιαστική: ίσως εκείνο το βράδυ απέφυγα κάτι φρικτό.
Μετά όμως σκέφτηκα: «Κι αν όντως υπήρχε παιδί; Αν ήταν πραγματικά ανάγκη;»
Σήμερα ξέρω την απάντηση: η προσωπική μας ασφάλεια προηγείται. Κι ευτυχώς έχουμε εργαλεία.
Αν δεις κάτι περίεργο: μην κατέβεις από το όχημα. Μείνε μέσα, κλείδωσε τις πόρτες και κάλεσε την αστυνομία. Αν υπάρχει κίνδυνος, θα παρέμβουν. Αν υπάρχει ανάγκη, θα προσφέρουν βοήθεια.
Αλλά εσύ θα είσαι ασφαλής.
Ο κόσμος έχει και το όμορφο και το σκληρό του πρόσωπο. Υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που θα εκμεταλλευτούν την καλοσύνη μας χωρίς δισταγμό.
Για αυτό πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση – ειδικά τη νύχτα, μόνοι, σε απόμερα σημεία.
Ίσως για κάποιους αυτή η ιστορία να φαίνεται ασήμαντη. Αλλά για μένα είναι μια υπενθύμιση. Ένα μήνυμα που δε θα ξεχάσω ποτέ.
Αν βρεθείς σε παρόμοια κατάσταση, θυμήσου αυτά τα λόγια. Η διαίσθηση σπάνια κάνει λάθος. Και μερικές φορές, το να μην σταματήσεις είναι η σοφότερη και γενναιότερη επιλογή.
Μοιράσου αυτή την εμπειρία. Μπορεί να μην αλλάξει τον κόσμο, αλλά ίσως σώσει μια ζωή.







